- χειροδέσμη
- η , χειρόδεσμος ο1) см. χειροπέδη; 2) морской узел (один из видов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροδέσμη — ἡ, Μ χειρόδεσμος, χειροπέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρόδεσμος, κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek